- επιγουνις
- ἐπιγουνίςἐπι-γουνίς-ίδος ἥ1) верхняя часть ноги, бедро Hom., Theocr., Luc.2) колено
(ἐπιγουνίδος ἄχρι χιτῶνα ζωσαμένη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐπιγουνίδος ἄχρι χιτῶνα ζωσαμένη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιγουνίς — ἐπιγουνίς, η (Α) 1. μυς τού μηρού πάνω από το γόνατο 2. επιγονατίδα 3. γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. τού γόνυ)] … Dictionary of Greek
ἐπιγουνίς — part above the knee fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδα — ἐπιγουνίς part above the knee fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδας — ἐπιγουνίς part above the knee fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδες — ἐπιγουνίς part above the knee fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδι — ἐπιγουνίς part above the knee fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδος — ἐπιγουνίς part above the knee fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδων — ἐπιγουνίς part above the knee fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγουνίδιος — ἐπιγουνίδιος, ον (Α) [επιγουνίς] (για βρέφος) αυτός που κάθεται πάνω στα γόνατα τής μητέρας, τής τροφού κ.λπ … Dictionary of Greek